- χαντάκι
- τομικρή τάφρος, επίμηκες όρυγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαντάκι — και σπάν. τ. χανδάκι, το, Ν φυσική ή τεχνητή τάφρος κατάλληλη για τη διοχέτευση ή την αποστράγγιση τών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. χανδάκι(ο)ν, υποκορ. τού αρχ. χάνδαξ, ακος] … Dictionary of Greek
χαντακώνω — Ν [χαντάκι] 1. ρίχνω κάποιον σε χαντάκι 2. συνεκδ. καταστρέφω («μέ χαντάκωσε με τις σπατάλες του») 3. μτφ. κρύβω καλά, καταχωνιάζω («πού χαντάκωσες το βιβλίο και δεν τό βρίσκω;») 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) χαντακωμένος, η, ο α) χωμένος σε χαντάκι… … Dictionary of Greek
-ώνω — ΝΜ 1. κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής τα οποία προέρχονται, συνήθως, από τα συνηρημένα ρήματα τής Αρχαίας σε όω, ῶ, χωρίς μεταβολή τής κύριας σημασίας τους (πρβλ. ελευθερ ώνω < ἐλευθερ όω, ῶ, θεμελι ώνω < θεμελι όω, ῶ, κυρτ ώνω <… … Dictionary of Greek
άντηρας — κ. άντζηρας, ο 1. πλάκα ή πέτρα που χρησιμοποιείται για την περίφραξη αλωνιού ή μάντρας 2. ανάχωμα ή χαντάκι, όριο μεταξύ δύο αγρών … Dictionary of Greek
έκχωμα — το 1. ό,τι απομένει ή δημιουργείται μετά την αφαίρεση χώματος η ισοπέδωση τού εδάφους με εκχωμάτωση, με αφαίρεση χώματος 2. όρυγμα, χαντάκι … Dictionary of Greek
αμπολή — η 1. τεχνητό αυλάκι για τη διοχέτευση τού νερού σε απομακρυσμένα σημεία, οχετός, χαντάκι 2. το φράγμα που σχηματίζεται σε ένα σημείο τής κοίτης τού ρεύματος προς συγκέντρωση τού ύδατος και ανύψωση τής στάθμης του, ώστε να είναι δυνατό να… … Dictionary of Greek
βόθρος — ο (AM βόθρος) νεοελλ. βαθύς σκεπασμένος λάκκος όπου διοχετεύονται και συγκεντρώνονται ακαθαρσίες αρχ. μσν. λάκκος, όρυγμα στο έδαφος αρχ. κοιλότητα σε βράχο για το πλύσιμο των ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βόθρος (με επίθημα * ro ), αποτελεί λέξη ήδη… … Dictionary of Greek
γρέκι — και γραίκι και γκρέκι, το 1. πρόχειρο περίφραγμα από θάμνους και κλάδους όπου σταυλίζονται τα αιγοπρόβατα 2. καταυλισμός ανθρώπων 3. κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eğrek «χαντάκι»] … Dictionary of Greek
εκχωματίζω — σκάβοντας αφαιρώ το χώμα και ισοπεδώνω το έδαφος ή κατασκευάζω τάφρο, όρυγμα, χαντάκι, ξεχωματώνω … Dictionary of Greek
εμπολή — και αμπολή, η (AM ἐμπολή) νεοελλ. 1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή 2. αρδευτικό φράγμα 3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση μσν. εισαγωγή εμπορεύματος… … Dictionary of Greek